- πάρορθος
- πάρορθοςtolerably straightmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάρορθος — ον, Α παρόρθίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρθός (πρβλ. κάτ ορθος)] … Dictionary of Greek
πάρορθα — πάρορθος tolerably straight neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek